ασυχώρετος
Смотреть что такое "ασυχώρετος" в других словарях:
ασυχώρετος — η, ο εκείνος τον οποίο δε συχώρεσε ή δεν μπορεί να συχωρέσει κανείς: Ήταν ασυχώρετο σφάλμα να συνεταιριστείς μαζί του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ασυγχώρητος — και ασυχώρετος, η, ο (AM ἀσυγχώρητος, ον) αυτός που δεν έχει ή που δεν μπορεί να συγχωρηθεί νεοελλ. εκείνος που δεν έχει συγχωρηθεί, που δεν έχει πεθάνει ακόμη αρχ. ο απαγορευμένος … Dictionary of Greek
ασυγχώρητος — ασυγχώρητος, η, ο και ασυχώρετος, η, ο εκείνος τον οποίο δε συγχώρησε κανείς ή δεν μπορεί να συγχωρήσει: Το σφάλμα σου αυτό είναι ασυγχώρητο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)